νερόκοτα

νερόκοτα
Καλοβατικό πουλί της οικογένειας των Ραλλιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι γαλλινούλη η χλωρόποδη. Έχει φτέρωμα πράσινο μπρούτζινο στη ράχη, μαυριδερό ή γκριζόμαυρο με λευκές λωρίδες στο υπόλοιπο σώμα. Το ράμφος της είναι κωνικό, κίτρινο στην άκρη, κόκκινο στη βάση, με ένα κόκκινο επίσης μετωπικό κοίλωμα. Τα πόδια του έχουν τέσσερα δάχτυλα και είναι πρασινωπά. Η ν. ζει στους βάλτους και στις όχθες των ποταμών που είναι πλούσιες σε καλαμώνες, όπου τρέφεται με σπόρους και μικρά ζώα· κολυμπά ευκίνητα, βυθίζεται στο νερό και σε περίπτωση κίνδυνου βγάζει στην επιφάνεια μόνο το ράμφος· εκτός από το αποδημητικό ταξίδι, σπάνια πετά. Την άνοιξη κατασκευάζει επιπλέουσα ή κρεμασμένη ανάμεσα στα καλάμια φωλιά· μερικές φορές χρησιμοποιεί πάνω στα δέντρα φωλιές εγκαταλελειμμένες από άλλα πουλιά. Τα αβγά (5-10) που γεννάει τον Απρίλιο-Μάιο, έχουν γενικά χρώμα γκριζόξανθο με καστανές βούλες πιο σκούρες. Η επώαση γίνεται κι από τα δύο φύλα· οι νεοσσοί, με μαύρο φτέρωμα, έχουν αμέσως την ικανότητα να κολυμπούν. Η ν. είναι διαδεδομένη στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε εκτεταμένες περιοχές της δυτικής Ασίας. Η νερόκοτα, εκτός από την περίοδο του αποδημικού ταξιδιού της, σπάνια πετάει.
* * *
η
κοινή ονομασία τού είδους πτηνών Rallus aquaticus, γνωστού και ως νεροκοτσέλα ή άγριοπουλάδα, καθώς και τών δύο υδρόβιων πτηνών τής οικογένειας rallidae.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νερόκοτα — η είδος υδρόβιου πτηνού της οικογένειας Pαλλίδες, αλλ. νεροπουλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek

  • νεροκοτσέλα — η ζωολ. βλ. νερόκοτα …   Dictionary of Greek

  • νεροπουλάδα — η ζωολ. βλ. νερόκοτα …   Dictionary of Greek

  • ποταμίδα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Βρίσκεται στα NA του Κισσάμου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (3 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. η νερόκοτα 2. περιοχή κοντά σε ποτάμι κατάλληλη για κηπευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φαλαρίδα — (falica atra). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των ραλλιδών, της τάξης των γερανόμορφων. Είναι πουλί με χαρακτηριστικές μεμβρανώδεις αποφύσεις στα πλευρά κάθε φάλαγγας των δακτύλων, που είναι μακριά, καλύπτονται με φολίδες και είναι εφοδιασμένα… …   Dictionary of Greek

  • ακτίτουρος — (actiturus). Πτηνά της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των μακροτάρσων. Έχουν ράμφος μακρύ, πόδια γυμνά και ψηλά, στα οποία τα δάκτυλα είναι ενωμένα με ανθεκτική μεμβράνη, μακριά ουρά και ζουν κοντά στη θάλασσα, στα ποτάμια και στις… …   Dictionary of Greek

  • καλοβάμονα ή καλοβατικά — Ομάδα πτηνών με χαρακτηριστικά μεγάλα πόδια, τα οποία τους επιτρέπουν να βαδίζουν εύκολα στα βαλτώδη και λασπώδη εδάφη. Άλλα ειδικά γνωρίσματα των ειδών αυτής της ετερογενούς ομάδας –που σήμερα δεν αναγνωρίζεται πια από τους ορνιθολόγους– είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”